-
1 τροχήλατος
τροχήλ-ᾰτος, ον,5 metaph., hurried along like a wheel or chariot, E.HF 122 (lyr.); τ. μανία whirling madness, Id.IT82.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχήλατος
См. также в других словарях:
τροχήλατος — η, ο / τροχήλατος, ον, ΝΑ αυτός που κινείται με τροχούς (α. «τροχήλατο όχημα» β. «οὐκ ἀμφὶ σκηναῑς τροχηλάτοισιν ὄπιθεν ἑπόμενοι», Αισχύλ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τροχήλατο α) παλαιότερος τύπος ατμοπλοίου που δεν τό κινούσαν έλικες, όπως τα… … Dictionary of Greek